- ἀγέρωχος
- ᾰγέρωχος, -ον1 proud, (not of persons).
νίκας ἀγερώχου O. 10.79
τιμάν, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον P. 1.50
ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
νίκας ἀγερώχου O. 10.79
τιμάν, πλούτου στεφάνωμ' ἀγέρωχον P. 1.50
ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἀγέρωχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέρωχος — high minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… … Dictionary of Greek
αγέρωχος — η, ο περήφανος, ακατάδεχτος: Είχε πάντα ένα αγέρωχο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγερωχότερον — ἀγέρωχος high minded adverbial comp ἀγέρωχος high minded masc acc comp sg ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχοτάτων — ἀγέρωχος high minded fem gen superl pl ἀγέρωχος high minded masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερώχως — ἀγέρωχος high minded adverbial ἀγέρωχος high minded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέρωχον — ἀγέρωχος high minded masc/fem acc sg ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχοτέροις — ἀγέρωχος high minded masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχότερα — ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγερώχοις — Ἀγέρωχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)